ζυγομαχώ — ζυγομαχῶ, έω (Α) 1. (για άλογα) παλεύω, αγωνίζομαι προς τον ομόζυγό μου 2. γεν. φιλονικώ, ερίζω, αγωνίζομαι υπέρ ή εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + μαχώ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχώ, ναυ μαχώ] … Dictionary of Greek
θεατρομαχώ — θεατρομαχῶ, έω (Μ) μάχομαι μέσα σε θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + μαχώ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχώ, συμ μαχώ] … Dictionary of Greek
θηρομαχώ — θηρομαχῶ, έω (Α) μάχομαι εναντίον θηρίων, παλεύω εναντίον θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μαχώ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχώ, ναυ μαχώ] … Dictionary of Greek
θυμομαχώ — θυμομαχῶ, έω (Α) 1. είμαι οργισμένος, είμαι θυμωμένος 2. πολεμώ με πείσμα 3. (με δοτ.) φιλονικώ, έχω επίμονη άμιλλα με κάποιον, έχω διαμάχη με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + μαχώ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ναυ μαχώ, ξιφο μαχώ) … Dictionary of Greek
καταπλουτομαχώ — καταπλουτομαχῶ, έω (Α) κατανικώ κάποιον με τον πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλοῦτος + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. αρματο μαχώ, ιππο μαχώ] … Dictionary of Greek
καυλομαχώ — έω 1. βρίσκομαι σε οργασμό 2. παροιμ. «άλλοι ψυχομαχούν και άλλοι καυλομαχούν» για την αντίθεση τής ψυχικής ιδίως κατάστασης στους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «πέος» ή καυλί + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο μαχώ, ναυ μαχώ] … Dictionary of Greek
κλεψιμαχώ — κλεψιμαχῶ, έω (Μ) μάχομαι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. μονο μαχώ, ξιφο μαχώ] … Dictionary of Greek
κοντομαχώ — (Μ) αντιδρώ, «χτυπιέμαι» δεμένος σε ξύλινη ράβδο, σε κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο μαχώ, ναυ μαχώ] … Dictionary of Greek
κριομαχώ — κριομαχῶ, έω (Α) μάχομαι χρησιμοποιώντας πολιορκητικό κριό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο μαχώ, ναυ μαχώ] … Dictionary of Greek
κυνομαχώ — κυνομαχῶ, έω (Α) παλεύω με σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχώ, ναυ μαχώ] … Dictionary of Greek