μαχῶ

μαχῶ
μαχάω
wish to fight
pres imperat mp 2nd sg
μαχάω
wish to fight
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
μαχάω
wish to fight
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
μαχάω
wish to fight
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
μαχάω
wish to fight
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
μαχάω
wish to fight
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
συμμαχέω
to be an ally
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
συμμαχέω
to be an ally
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζυγομαχώ — ζυγομαχῶ, έω (Α) 1. (για άλογα) παλεύω, αγωνίζομαι προς τον ομόζυγό μου 2. γεν. φιλονικώ, ερίζω, αγωνίζομαι υπέρ ή εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + μαχώ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχώ, ναυ μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • θεατρομαχώ — θεατρομαχῶ, έω (Μ) μάχομαι μέσα σε θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + μαχώ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχώ, συμ μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • θηρομαχώ — θηρομαχῶ, έω (Α) μάχομαι εναντίον θηρίων, παλεύω εναντίον θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μαχώ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχώ, ναυ μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • θυμομαχώ — θυμομαχῶ, έω (Α) 1. είμαι οργισμένος, είμαι θυμωμένος 2. πολεμώ με πείσμα 3. (με δοτ.) φιλονικώ, έχω επίμονη άμιλλα με κάποιον, έχω διαμάχη με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + μαχώ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ναυ μαχώ, ξιφο μαχώ) …   Dictionary of Greek

  • καταπλουτομαχώ — καταπλουτομαχῶ, έω (Α) κατανικώ κάποιον με τον πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλοῦτος + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. αρματο μαχώ, ιππο μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • καυλομαχώ — έω 1. βρίσκομαι σε οργασμό 2. παροιμ. «άλλοι ψυχομαχούν και άλλοι καυλομαχούν» για την αντίθεση τής ψυχικής ιδίως κατάστασης στους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «πέος» ή καυλί + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο μαχώ, ναυ μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • κλεψιμαχώ — κλεψιμαχῶ, έω (Μ) μάχομαι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. μονο μαχώ, ξιφο μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • κοντομαχώ — (Μ) αντιδρώ, «χτυπιέμαι» δεμένος σε ξύλινη ράβδο, σε κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο μαχώ, ναυ μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • κριομαχώ — κριομαχῶ, έω (Α) μάχομαι χρησιμοποιώντας πολιορκητικό κριό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο μαχώ, ναυ μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • κυνομαχώ — κυνομαχῶ, έω (Α) παλεύω με σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχώ, ναυ μαχώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”